- πάροξυς
- -υ, γεν. -έος, Α [οξύς]1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας»*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek